- βωλοκόπος
- ο (Α βωλοκόπος)ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημανεοελλ.το βωλοκόπι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -κόπος < κόπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βωλοκόπος — clod breaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλοκόπους — βωλοκόπος clod breaking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλοκόπῳ — βωλοκόπος clod breaking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
βωλοκοπώ — ( άω) (AM βωλοκοπῶ, έω) [βωλοκόπος] σπάω και διαλύω τους βώλους του χώματος σε αγρό μετά το όργωμα … Dictionary of Greek
βωλοκόπι — το [βωλοκόπος] γεωργικό εργαλείο με το οποίο θραύονται οι βώλοι του χώματος μετά το όργωμα, η σβάρνα … Dictionary of Greek
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
σβάρνα — η, Ν 1. συρόμενο από ελκυστήρα ή από υποζύγιο γεωργικό εργαλείο, εφοδιασμένο με άκαμπτες ή ενδοτικές ακίδες, με το οποίο ισοπεδώνεται το οργωμένο έδαφος, θρυμματίζονται οι βώλοι και εμφυτεύονται κοκκώδη υλικά, κυρίως λιπάσματα ή σπόροι, ο… … Dictionary of Greek